- φλογώψ
- -ῶπος, ὁ, ἡ, Αφλογωπός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + -ώψ (< θ. οπ- τού ὄπωπα*), πρβλ. φοβερ-ώψ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλογῶπας — φλογώψ masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογῶπες — φλογώψ masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογωπός — όν, ΜΑ αυτός που έχει όψη φλόγας, ο φλογώδης μσν. μτφ. (για τα μάτια σε κατάσταση θυμού) φλογερός αρχ. φρ. «φλογωπὰ σήματα» οιωνοί που φανερώνονται από τη φωτιά (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγωψ, ῶπος με μετάβαση στη θεματική κλίση σε ος, ον] … Dictionary of Greek